επερωτώ — (AM ἐπερωτῶ, άω) νεοελλ. υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία αρχ. μσν. ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῑν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.) μσν. (νομ.) συμφωνώ με ομολογία αρχ. 1. ρωτώ 2. προβάλλω ερώτηση,… … Dictionary of Greek
ἐπερωτῶ — ἐπερωτάω consult pres imperat mp 2nd sg ἐπερωτάω consult pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπερωτάω consult pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπερωτάω consult pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπερωτάω consult pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπερωτώ — ( άω) επερωτώ εκ νέου … Dictionary of Greek
αποστοματίζω — (Α ἀποστοματίζω) [στόμα] 1. διδάσκω ή επαναλαμβάνω κάτι από μνήμης 2. ρωτώ και δέχομαι απαντήσεις, επερωτώ 3. απαγγέλλω, επαναλαμβάνω 4. (παθ. μτχ.) τὸ ἀποστοματιζόμενον το υπαγορευόμενο μάθημα … Dictionary of Greek
επερωτητής — ο (AM ἐπερωτητής) [επερωτώ] νεοελλ. αυτός που υποβάλλει επερώτηση αρχ. αυτός που ερευνά για να πληροφορηθεί κάτι … Dictionary of Greek
επερώτημα — ἐπερώτημα, το (AM) [επερωτώ] μσν. συμφωνητικό, συμβόλαιο αρχ. 1. ερώτημα 2. απόφαση, έγκριση 3. εμπιστοσύνη, πεποίθηση … Dictionary of Greek
επερώτηση — η (AM ἐπερώτησις) [επερωτώ] ερώτηση επί συγκεκριμένου θέματος νεοελλ. γραπτή ερώτηση μέλους ή ομάδας μελών τού κοινοβουλίου, που στρέφεται εναντίον υπουργού, συναρμόδιων υπουργών ή τής κυβερνήσεως συνολικά μσν. σύμβαση η οποία δημιουργούσε… … Dictionary of Greek
προσεπερωτώ — άω, ΜΑ επερωτώ επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
συνεπερωτώ — άω, Α [ἐπερωτῶ] ερωτώ επίσης ή συγχρόνως … Dictionary of Greek
χρηστηριάζω — Α [χρηστήριος] 1. χρησμοδοτώ 2. (συν. μέσ.) χρηστηριάζομαι α) συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ και παίρνω χρησμό («ἐπειρώτα δὲ τάδε χρηστηριαζόμενος», Ηρόδ.) β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. θεῷ) επερωτώ κάποιον θεό γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. ἱροῑσι) προλέγω… … Dictionary of Greek